- εύπληκτος
- εὔπληκτος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που πλήττεται εύκολα2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούσημσν.(μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από-πληκτος, κατά-πληκτος].
Dictionary of Greek. 2013.